- Λεβαδεύς
- ο, η [Λεβάδεια]ο κάτοικος τής Λιβαδιάς ή αυτός που κατάγεται από τη Λιβαδιά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Λεβαδεύς, Ιωάννης — (1805 – 1871). Λόγιος, γιατρός και πανεπιστημιακός. Μαθήτευσε στη σχολή του Αθανάσιου Ψαλλίδα στα Ιωάννινα, αλλά με το ξέσπασμα της Επανάστασης του 1821 μετέβη διαδοχικά στην Κωνσταντινούπολη και στην Οδησσό. Το 1832 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι,… … Dictionary of Greek